συμπλήρωση — η 1. γέμισμα των κενών: Του έδωσαν μια έντυπη αίτηση για συμπλήρωση. – Έγινε συμπλήρωση των κενών θέσεων που υπήρχαν στην εκπαίδευση με νέους διορισμούς. 2. αποπεράτωση: Η συμπλήρωση αυτού του έργου θα απαιτήσει πολύ χρόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
απόβαρο — Η διαφορά ανάμεσα στο μεικτό βάρος ενός συσκευασμένου εμπορεύματος και το καθαρό (πραγματικό) βάρος του. Το α. που λέγεται και τάρα, υπολογίζεται με ζύγισμα των κενών δοχείων ή με υπολογισμό του βάρους τους ή ακόμα και με προσυμφωνία ανάμεσα στον … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
διαπερατότητα — Η ιδιότητα ενός σώματος να διαπερνάται από το νερό. Η ιδιότητα αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στη γεωργία, στην εφαρμοσμένη γεωλογία και στη φυσική (μαγνητική δ.). (Γεωλ.) Διαπερατά πετρώματα θεωρούνται αυτά που επιτρέπουν τη διέλευση του νερού μέσα … Dictionary of Greek
διόρθωμα — το (AM διόρθωμα) [διορθώ] 1. τακτοποίηση, αποκατάσταση στην ορθή θέση 2. απάλειψη σφαλμάτων, συμπλήρωση κενών, βελτίωση νεοελλ. 1. επισκευή, επιδιόρθωση 2. τιμωρία αρχ. 1. όργανο ή μέσο για διόρθωση 2. (για νόμο) τροποποίηση … Dictionary of Greek
εναπόλειψη — η (Α ἐναπόλειψις) νεοελλ. απόθεση σ έναν τόπο, εναπόθεση αρχ. η δημιουργία κενών διαστημάτων σ έναν τόπο … Dictionary of Greek
κατάχρηση — Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται… … Dictionary of Greek
λιθογόμωση — η το γέμισμα με χώματα και πέτρες τών κενών που δημιουργούνται στα ορυχεία από την εξόρυξη μεταλλεύματος, αλλ. μπάζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + γόμωση (< γομῶ «γεμίζω»)] … Dictionary of Greek